- πολυφάγος
- ος, ο[ν] 1. много поедающий, прожорливый;2. (ο ) 1) куница; 2) обжора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυφάγος — eating to excess masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάγος — ο / πολυφάγος, ον, ΝΑ, και πολύφαγος, η, ο, Ν, ιων. τ. πολυφάγος, ον, Α αυτός που τρώει πολύ ή περισσότερο από όσο πρέπει, αδηφάγος, πολυφαγάς νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πολύφαγος (μυκητ.) γένος μαστιγομυκήτων που ανήκει στην τάξη χυτριδιώδη και… … Dictionary of Greek
πολυφάγος — α, ο αυτός που τρώει πολύ, ο φαγάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυφάγον — πολυφάγος eating to excess masc/fem acc sg πολυφάγος eating to excess neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάγοι — πολυφάγος eating to excess masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάγοις — πολυφάγος eating to excess masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάγου — πολυφάγος eating to excess masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάγους — πολυφάγος eating to excess masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάγων — πολυφάγος eating to excess masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάγῳ — πολυφάγος eating to excess masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφαγώ — έω, Μ [πολυφάγος] είμαι πολυφάγος, τρώω πολύ ή περισσότερο από όσο πρέπει ή χρειάζεται … Dictionary of Greek